- τουφεκώ
- και ντουφεκώ, -άω, Ν [τουφέκι / ντουφέκι]ρίχνω σφαίρες με το τουφέκι, πυροβολώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουφεκώ — και ντουφεκώ τουφεκίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)